- τιτανούμαι
- -όομαι, Α [τίτανος]επιχρίομαι με γύψο («τιτανωμέναςγεγυψωμένας», Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιτάνωση — η, Ν (παλ. λόγιος όρος) επίχριση με τίτανο, ασβέστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτανοῦμαι (< τίτανος «γύψος»). Η λ., στον λόγιο τ. τιτάνωσις, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek